- ἐνδοιαστάς
- ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστήςdoubtermasc acc plἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστήςdoubtermasc nom sg (epic doric aeolic)ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστόςdoubtfulfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.